σπουδαρχώ

σπουδαρχώ
-έω, ΜΑ [σπουδάρχης]
προσπαθώ με κάθε μέσον να καταλάβω μια θέση, μια αρχή, ένα αξίωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπουδαρχιάζω — Μ σπουδαρχῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαρχῶ κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • σπουδαρχιώ — άω, Α σπουδαρχῶ.* [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + κατάλ. ιῶ (πρβλ. φιλαρχ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”